-
1 ἐπιστοναχστόρνυμι
ἐπιστονᾰχ-στόρνῡμι: [tense] fut. - στρώσω: [tense] aor. 1 - εστόρεσα or - έστρωσα: [tense] aor. [voice] Med.A- εστορέσαντο Nonn.D.24.334
:— strew or spread upon, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα upon the bed, Od. 14.50;ἱμάτιον ἐπὶ τὸ ξύλον Hp.Art.75
; a barbarous [tense] fut., ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, only in Ps.-Luc.Philopatr.24.2. saddle, ἐπιστρῶσαιτὸν ὄνον J.AJ8.9.1
; [ἡ κάμηλος] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.Prom.Es4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστοναχστόρνυμι
-
2 ἐνεύναιος
ἐνεύν-αιος, ον,A on which one sleeps, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα.. ἐνεύναιον a skin to sleep on, Od.14.51; χήτει ἐνευναίων for want of bed-furniture, 16.35; τὰ ἐ. bed-clothes, Hierocl.p.25A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεύναιος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий